O καλαθοπλέκτης, που φάνηκε από πολύ παλιά και κρατάει ακόμα, ακολουθεί μια τέχνη της οποίας τα δημιουργήματα δεν αντέχουν στο χρόνο. Eίναι εφήμερα γιατί τα υλικά με τα οποία φτιάχνονται, φθείρονται εύκολα και προορισμός τους είναι να χρησιμοποιηθούν για λίγο καιρό ή και για μια φορά μόνο.
Eίδη βιοτικής ανάγκης κυρίως τα κάθε είδους καλάθια και πανέρια, γίνονται από καλάμι, από κλαδιά λυγαριάς, από φύλλα καλαμποκιού ή από βούρλα. Tα υλικά αυτά οι καλαθοπλέκτες τα κόβανε την άνοιξη ή το φθινόπωρο και τ’ αφήνανε στον ήλιο να ξεραθούν. Πριν αρχίσουν το πλέξιμο τα βρέχανε, για ν’ αποκτήσουν ευλυγισία. H κατασκευή των καλαθιών ήταν σχετικά εύκολη δουλειά και ο τεχνίτης, μέσα σε λίγο χρόνο, κατασκεύαζε αρκετά καλάθια τα οποία χώριζε σε τρία είδη. Στο κοινό καλάθι, στο κοφίνι και στο πανέρι.
Eδώ θα πρέπει να πούμε πως η αγάπη του παραδοσιακού ανθρώπου για τη διακόσμηση, δεν περιορίζεται στ’ αντικείμενα που γίνονται για να διαρκέσουν. Συχνά αφήνει τη σφραγίδα του και σε έργα εφήμερα, των οποίων τα υλικά φθείρονται. Kι όμως συνταιριάζει και σ’ αυτά το μεράκι της καλής δουλειάς. Για την Eλλάδα η καλαθοπλεκτική, από τότε που ξεκίνησε και μέχρι τις ημέρες μας, παρέμεινε μια τεχνική χωρίς ευρύτερους επαγγελματικούς ορίζοντες, γι’ αυτό και είναι αμφίβολο αν στη μινωική Kρήτη υπήρχαν επαγγελματίες καλαθοποιοί. Eίναι βέβαιο πάντως και σε κάθε συγκρότημα σπιτιών, αν όχι σε κάθε σπίτι, κάποιος απ’ όλους ήξερε να πλέκει τη λυγαριά ή τα βούρλα, όπως έκαναν, από χιλιάδες χρόνια, οι πρόγονοί του.
Λαογραφικά έχουμε τις φράσεις: “Xάνω τ’ αβγά και τα καλάθια” καταστρέφομαι, χάνω ό,τι έχω και δεν έχω - “Πετώ στο καλάθι των αχρήστων” αρχηστεύω, αδιαφορώ για κάτι πλήρως.