Καρεκλάδες

 

Ερευνητές του κοινωνικού μας βίου έχουν να πουν πως ο άνθρωπος τα δύο τρίτα της ζωής του τα περνά καθισμένος ή ξαπλωμένος. Αυτό τον ανάγκασε να επινοήσει, στην ιστορική του διαδρομή, καθίσματα και κρεβάτια. Τα πρωτόγονα καθίσματα ήταν λείοι βράχοι ή πέτρες, που έβρισκε στο δρόμο του ή κουβαλούσε στις σπηλιές, μα και στα πρόχειρα σπίτια ή τις καλύβες που έφτιαξε αργότερα.

Μα με την πάροδο του χρόνου επινόησε κομμάτια από κορμούς δέντρων, κουτσούρια όπως τα λέμε στην Κρήτη, και που τα βρίσκουμε σε χρήση ακόμα και τώρα, δίπλα στις παραστιές (τζάκια) των χωριών. Ηταν όμως βαριά, κάτι που τονε δυσκόλευε στη μεταφορά. Ετσι, πολύ αργότερα, πήρε να τεμαχίζει σε φτενά κομμάτια κορμούς δέντρων, με τη βοήθεια της φωτιάς ή εργαλείου έκαμε σε κάθε φέτα τρεις τρύπες, έμπηξε σ’ αυτές κορμούς κλαδιών κι έτσι δημιούργησε το πρωτόγονο τρίποδο. Δεν εβόλευε όμως, δεν προσφερόταν για πραγματική ξεκούραση, γιατί δεν ακουμπούσε η πλάτη. Η ανάγκη αυτή τον οδήγησε στο να επινοήσει την τετράποδη καρέκλα, με το ερεισίνωπον, όπως έλεγαν τη ράχη οι αρχαίοι. Πότε πρωτοφτιάχτηκε η καρέκλα αυτή, πού και από ποιους δεν γνωρίζουμε. Αυτό που γνωρίζουμε είναι πως μέχρι την εποχή μας, ο άνθρωπος έφτιαξε τρία είδη καρεκλών.

Τις κοινές τις οποίες χρησιμοποιούν οι λαϊκές μάζες και τα καφενεία, τις καλύτερες σε ποιότητα και τις πολυτελείς, που είναι επιστρωμένες με ύφασμα, αδιάβροχο ή δέρμα. Οι κατασκευαστές των καρεκλών ήταν συνήθως ιδιώτες και τις έφτιαχναν για τις ανάγκες του σπιτιού τους. Σε πολλά όμως μέρη της Κρήτης υπήρχαν τεχνίτες που επάγγελμά τους ήταν η κατασκευή καρεκλών οι οποίες, όπως ήταν φυσικό, έβγαιναν από τα χέρια τους καλοφτιαγμένες και προσεγμένες. Στις κοινές καρέκλες ο τεχνίτης χρησιμοποιεί για το σκελετό ξύλο πλατάνου, μουρνιάς, κυπαρισσιού μα και οξιάς. Μετά το τέλειωμα του σκελετού, που αποτελείται από τα πόδια - από τα οποία τα δύο πισινά είναι ψηλότερα - από τα γουλόμπαρα ή νωμίτες και από τις περόνες η καρέκλα πάει για πλέξιμο.

Το κάθισμα πλέκεται με το “αφράτο” χόρτο που φυτρώνει δίπλα στα ποτάμια σε ορισμένα μέρη της Κρήτης. Το αφράτο κόβεται χλωρό, ξεραίνεται καλά στον ήλιο και κατόπιν μαλακώνει στο νερό. Αφού στριφτεί σα σχοινί, τυλίγεται στις περόνες του καθίσματος και πλέκεται στο εσωτερικό έτσι, ώστε να δημιουργεί χιαστί μια ενιαία επιφάνεια. Αφού τελειώσει το πλέξιμο - δουλειά που γινόταν στα Χανιά κυρίως από γυναίκες - η καρέκλα χρωματίζεται με ώχρα και μετά περνά το στίλβωμα, με διάλυση γομολάστιχας σε οινόπνευμα. Το στίλβωμα γινόταν από τους τεχνίτες των πόλεων, γιατί αυτοί των χωριών άφηναν το σκελετό σκέτο και με τα ξύλα χοντροπελεκωμένα. Αν όμως ο τεχνίτης είχε χρόνο και τ’ άρεσε και το ωραίο, τις καρέκλες του τις διακοσμούσε, με χάραγμα ή σκάλισμα.

Το σκάλισμα ήταν πάντα απλό, χωρίς μεγάλο βάθος, ώστε να μην ενοχλεί στην πλάτη. Η ξύλινη επιφάνεια της πλάτης συγκέντρωνε το μεγαλύτερο ενδιαφέρον, γιατί εκεί δημιουργούνται οι παραστάσεις, με θέματα κυρίως γεωμετρικά, γραμμικά και λιγότερο φυτικά σχηματοποιημένα και σπάνια από το ζωικό βασίλειο. Πολλά από αυτά προέρχονται από αντιγραφές παλαιότερων σχεδίων. Συνηθισμένο μοτίβο ήταν ο κύκλος με τη μαργαρίτα σε διάφορους συνδυασμούς.

Σε πολλές περιπτώσεις είχαμε διακόσμηση και στην προέκταση των πίσω ποδιών πάνω από το κάθισμα, κυρίως στην μπροστινή όψη και πολύ σπάνια στις πλαγιές. Απ’ ό,τι προσωπικά ξέρω μα και από αυτά που μου αφηγήθηκαν καρεκλάδες, γύρω στο 1995, οι Χανιώτες τεχνίτες είχαν καλή επίδοση στην καρεκλοποιΐα και πλήθος καρεκλών τους εφεύγαν για την άλλη Ελλάδα.

 Η στερεότητα, το καλό στίλβωμα και η πιτηδειοσύνη που είχαν τις εκάναν περιζήτητες. Και κατά που μαθαίνω πολλοί Χανιώτες, που θέλουνε μια στέρεη και αναπαυτική καρέκλα, τρέχουν και την αναζητούν στον μοναδικό καρεκλά που έχει μείνει στο Μανόλη Δαμουλάκη που διατηρεί το μικρό του καθεκλοποιείο, όπως το λέει, εκεί κάπου στην λεωφόρο Κυδωνίας.

Φωτογραφίες